- ἐργοδιωκτοῦντες
- ἐργοδιωκτέωto be a taskmasterpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εργοδιωκτώ — ἐργοδιωκτῶ, έω (Α) [εργοδιώκτης] εποπτεύω και επισπεύδω την εκτέλεση έργου («διακόσιοι ἐργοδιωκτοῡντες ἐν τῷ λαῷ», ΠΔ) … Dictionary of Greek